- περιμέτρου
- περίμετρονcircumferenceneut gen sgπερίμετροςvery largemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
πολύγωνο — Αν Α1 Α2,..., Αν, Αν (όπου ν = 2, 3,...) είναι σημεία του χώρου, τέτοια, ώστε κάθε τρία τους να μην ανήκουν στην αυτή ευθεία, τότε η τεθλασμένη γραμμή, που αποτελείται από τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Α2Α3, ..., Αν + 1 λέμε ότι είναι μια… … Dictionary of Greek
ταμ-ταμ — Κρουστό μουσικό όργανο ανατολικής προέλευσης. Αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο, με στρογγυλεμένη περίμετρο. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη που καθορίζουν τη διαφορετική έκταση του ήχου. Κρούεται με ένα ρόπαλο ντυμένο με τσόχα ή φελλό και… … Dictionary of Greek
PONTUS Euxinus — vide Axenus. Mare Cimmerium vocat Orosius, Caucaseum Apollonius, l. 4. Mare Ponticum nominant Horat. l. 3. Carm Od. 24. v. 4. et Plut. in Pompeio et Eumenide; Ptol, mare Boreale, et l. 4. ἀξιοθέατον, i. e. maxime spectatu dignum vocat. Pontum… … Hofmann J. Lexicon universale
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
ισόμετρος — η, ο (ΑΜ ἰσόμετρος, ον) 1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο 2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός μσν. αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις (μσν. αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.) αρχ. αυτός που έχει το ίδιο … Dictionary of Greek
μακροκεφαλία — η ανθρωπολ. υπέρμετρη αύξηση τής κρανιακής περιμέτρου, που μπορεί να συνοδεύεται και από αύξηση τού όγκου τού εγκεφάλου και που παρατηρείται τόσο σε φυσιολογικά άτομα όσο και σε διανοητικώς καθυστερημένα … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek